Ψυχολογος Περιστερι, Μητέρα

Μητέρα

Η σχέση της μάνας με το παιδί θεωρείται θεμελιώδης και ιερή. Παρόλα αυτά, πολλά παιδιά έχουν βιώσει τη σχέση με τη μητέρα τους με πόνο, θυμό και αρνητικά συναισθήματα. Η Terri Apter, ψυχολόγος και συγγραφέας, στο βιβλίο της «Δύσκολες μητέρες» περιγράφει με σαφήνεια, 5 δύσκολους τύπους προσωπικότητας της μητέρας. Θα προσπαθήσουμε κι εμείς σε αυτό το άρθρο να προσεγγίσουμε το ρόλο της μητέρας, χωρίς επίκριση. Να δούμε πως διαμορφώνεται η δυναμική της σχέσης μάνας – παιδιού, όταν υπάρχει δυσλειτουργικό υπόβαθρο από την πλευρά της μητέρας.

Είναι νομοτελειακό ένα παιδί να αγαπάει τους γονείς του κι ιδιαίτερα τη μαμά του. Η σχέση με τη μαμά είναι πρώτη και ζωτική, άλλωστε η μητέρα είναι εκείνη που θρέφει το μωρό κυριολεκτικά μέσα στην κοιλιά της, πριν καν γεννηθεί και μεταφορικά με την αγάπη και τη στοργή της. Είναι αναμενόμενο λοιπόν το παιδί να επιθυμεί να ευχαριστήσει την μαμά του, με κάθε τρόπο.

Το πρόβλημα ξεκινάει όταν για την ικανοποίηση της μητέρας απαιτείται παραίτηση του παιδιού από τη δική του βούληση. Είναι μεγάλη οδύνη για τον άνθρωπο να συνειδητοποιεί ότι η μάνα του – συνειδητά ή μη – τον φέρνει μπροστά σε ένα δίλημμα που είτε δεν λύνεται είτε απαιτεί απίστευτο κόπο και πόνο για τον ίδιο.

Δεν υφίσταται η τέλεια μητέρα κι είναι απαραίτητο το παιδί να έρθει αντιμέτωπο με τα μοναδικά χαρακτηριστικά της μητέρας του. Χαρακτηριστικά που άλλοτε το βοηθούν στην εξέλιξή του, άλλοτε το δυσκολεύουν, αλλά ταυτόχρονα το εκπαιδεύουν για τον πραγματικό κόσμο. Η μητέρα που χρειαζόμαστε ,λοιπόν, είναι η αρκετά καλή,  η «good enough mother», όπως εύστοχα σημειώνει ο θεμελιωτής της θεωρίας του δεσμού, D. Winnicott.

“Good enough mother”

Η επαρκής μητέρα είναι η αυθεντική μητέρα που θέτει ως προτεραιότητα τις ανάγκες του  παιδιού της και ανταποκρίνεται σε αυτές, χωρίς να σταματά να υπάρχει η ίδια. Κάτι τέτοιο έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να έρχεται σε επαφή με την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και τη δυσκολία των δεσμών, προκειμένου να αναπτύσσει τη μάθηση, την προσαρμοστικότητα και την ευελιξία. Η επαρκής μητέρα κάνει λάθη, έχει ελαττώματα κι αδυναμίες. Έτσι, εισάγει το παιδί στη διεργασία της ανθρώπινης σχέσης που εμπεριέχει αλληλεπίδραση και διαπραγμάτευση, ματαίωση και σύνδεση.

Η μητέρα του Θυμού

Όλοι οι γονείς θυμώνουν ορισμένες φορές και σχεδόν πάντα τα παιδιά αισθάνονται δυσφορία μπροστά στο θυμωμένο γονιό. Προσπαθούν με όσα μέσα διαθέτουν να καταλάβουν τι προκαλεί το θυμό προκειμένου να τον διαχειριστούν. Παρατηρούν τόσο τον γονέα όσο και τον εαυτό τους που θυμώνει, προβληματίζονται και ψάχνουν για τρόπους αντιμετώπισης του θυμού. Εκφράζουν την στενοχώρια ή τη μεταμέλειά τους και εξασκούνται στη διαχείριση κρίσεων και στη μάθηση της αποδεκτής συμπεριφοράς.

Όταν όμως ο θυμός της μητέρας είναι απρόβλεπτος και κατακλυσμιαίος, το παιδί είναι ανίκανο να μάθει να τον διαχειρίζεται. Δεν υπάρχει προβλεψιμότητα στο θυμό κι ούτε κανόνες που θα το βοηθούσαν να αποφύγει την έκρηξη. Σε ένα τέτοιο καθεστώς, τα παιδιά είναι μονίμως σε εγρήγορση και επιφυλακή. Δεν μπορεί να εξαχθεί ένα ασφαλές συμπέρασμα που να συνδέει το θυμό της μαμάς τους με τη δική τους συμπεριφορά.

Στην περίπτωση αυτή, ο νεαρός εγκέφαλος του παιδιού δεν μπορεί να επιτελέσει το πιο βασικό έργο του, να μάθει την προσαρμογή και τη ρύθμιση των συναισθημάτων και των σκέψεων του παιδιού. Το συνεχόμενο, χρόνιο στρες έχει ως αποτέλεσμα την μειωμένη αντοχή του παιδιού στο άγχος και την ψυχική πίεση. Μπορεί να αισθάνεται υπεύθυνο για το θυμό του γονέα, ίσως ντροπή και συχνά διατηρεί μέσα του μια πεποίθηση ότι του αξίζει να υποφέρει.

Η μητέρα του Ελέγχου

Οι γονείς επηρεάζουν τη συμπεριφορά του παιδιού, το διδάσκουν μέσα από τον έλεγχο και την οριοθέτηση. Το βοηθούν να ξεχωρίσει το σωστό από το λάθος, το αποδεκτό από το ανεπίτρεπτο. Στέκονται πλάι στο παιδί τους καθώς έρχεται αντιμέτωπο με τις ματαιώσεις που εμπεριέχει η ανάπτυξη και το μεγάλωμά του.

Όταν όμως ο έλεγχος προκαλεί ασφυξία, αποτελεί ευθεία βολή εναντίον της διαφοροποίησης του παιδιού. Η ελεγκτική μητέρα που μόνο εκείνη ξέρει το σωστό και προβάλλει τον εαυτό της ως αυθεντία, έχει καταστροφική επίδραση στην εξέλιξη του παιδιού. Η μητέρα που έχει τα πάντα προκαθορισμένα στο νου της ως προς το πως πρέπει να γίνονται, που ορίζει εκείνη τι πρέπει να καταφέρει ή να μην δοκιμάσει καν το παιδί της, λειτουργεί ως φυλακή.

Αυτή η ακαμψία της μητέρας, υποτιμά την εμπειρία και το συναίσθημα του παιδιού. Δεν το αφήνει να ανασάνει κι αν τολμήσει να εκφράσει την ατομικότητά του, απειλείται η σχέση του μαζί της. Το θέλω του στερείται νοήματος αφού απορρίπτεται εκ προοιμίου από τον πιο σημαντικό άνθρωπο της ζωής του, τη μητέρα του. Δεν μπορεί να πατήσει στα πόδια του και να εμπιστευθεί τον εαυτό του, γιατί δεν επιτρέπεται από τη μητέρα του να το κάνει.

Η μητέρα του Ναρκισσισμού

Στη σχέση της μητέρας με το παιδί, από τη γέννηση κιόλας, πραγματοποιείται ένα καθρέφτισμα του ενός στα μάτια του άλλου. Η μητέρα προσπαθεί να εμπεριέξει τη δυσφορία και την αγωνία του βρέφους της, ανταποκρινόμενη στις ανάγκες του. Χτίζεται μια σχέση μεταξύ τους καθώς αλληλεπιδρούν και προσπαθούν να κατανοήσουν ο ένας τον άλλον.

Όταν όμως η διαδικασία του καθρεφτίσματος παρεμποδίζεται από τις προσωπικές ανάγκες της μητέρας, το παιδί ματαιώνεται, χωρίς να αντιλαμβάνεται το λόγο. Δεν μπορεί να εμπιστευτεί τη μαμά του. Στην πορεία μάλιστα, διαφαίνεται πως για να επιβιώσει, οφείλει να καθρεφτίζει τη μαμά του ως κάτι φανταστικό και ιδανικό. Πρέπει να τη θαυμάζει και να την δοξάζει για να είναι ευχαριστημένη και γαλήνια.

Η εύθραυστη αυτοεικόνα της μητέρας ζητάει μόνιμα την επιβεβαίωση από την πλευρά του παιδιού. Αν το παιδί τολμήσει να φέρει αντίρρηση, γίνεται εχθρός. Η μητέρα δεν το θέλει, το υποτιμά και το χαρακτηρίζει ανίκανο, αφού δεν επιτελεί το σκοπό του, να την εξυψώνει. Μια τέτοια σχέση με τη μητέρα, έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να βάζει στην άκρη τις ανάγκες και τα θέλω του και να προσπαθεί συνεχώς να ικανοποιήσει την κατ’ ουσία ανικανοποίητη μητέρα. Συνεπώς, το παιδί αισθάνεται διαρκώς ότι είναι άχρηστο κι αποτυχημένο.

Η μητέρα του Φθόνου

Οι αντιδράσεις των γονέων απέναντι στα παιδιά τους, παρέχουν σημαντικές πληροφορίες καθοριστικές για την ανάπτυξή τους. Η μητέρα είναι το στήριγμα του παιδιού σε κάθε του προσπάθεια. Θα το κρατήσει στην αγκαλιά της, θα το παρηγορήσει, θα είναι εκεί να το κοιτάζει με θαυμασμό και περηφάνια, όταν τα καταφέρνει. Η χαρά και η επιτυχία του παιδιού συνήθως καθρεφτίζονται δυο φορές στα μάτια της μαμάς του.

Όταν όμως η μητέρα δεν μπορεί να νιώσει θαυμασμό και περηφάνια για το παιδί της, του προκαλεί τεράστια σύγχυση και ταραχή. Δεν είναι δυνατόν να μην χαίρεται η μαμά για το παιδί της. Κι όμως, ο φθόνος είναι μια ανομολόγητη αντίδραση που προκύπτει από τη δυσφορία και τη μοχθηρία ενός ανθρώπου για το καλό που συμβαίνει σε κάποιον άλλον, ακόμα και στο παιδί του.

Στην περίπτωση αυτή, το παιδί συνειδητοποιεί πως η επιτυχία του και τα επιτεύγματά του προκαλούν δυστυχία στη μάνα του. Είναι πολύ επώδυνη συνειδητοποίηση και συχνά καθηλωτική. Ο φθόνος της μητέρας συνήθως είναι πιο έντονος απέναντι στην κόρη της, γιατί είναι ένα πρόσωπο με το οποίο μπορεί να συγκρίνει τον εαυτό της πιο εύκολα από ότι ο γιος. «Δεν επιτρέπεται η κόρη μου να είναι μια επιτυχημένη γυναίκα, ενώ εγώ υποφέρω.»

Η μητέρα της παραμέλησης

Στην παραμέληση του παιδιού μπορούμε να εντάξουμε διάφορες συμπεριφορές του γονέα. Είναι : α) παραμέληση λόγω αδιαφορίας, β) παραμέληση λόγω εθισμού και γ) παραμέληση λόγω ψυχικής ασθένειας της μητέρας ή κατάθλιψης.

Η μητέρα δεν μπορεί να λειτουργήσει, δεν συνδέεται και δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις επιθυμίες του παιδιού της. Ως εκ τούτου, το παιδί γίνεται ο φροντιστής τόσο του εαυτού του όσο και της μητέρας του.

Επομένως, το παιδί αναγκάζεται να ωριμάσει απότομα και βίαια. Είναι αδήριτη η ανάγκη να δείξει υπευθυνότητα και αυτοέλεγχο, αλλά πολλές φορές το παιδί είναι ανήμπορο και φοβισμένο και δεν μπορεί να το εκφράσει πουθενά! Πρέπει οπωσδήποτε να στηρίξει τη μητέρα του, διαφορετικά αυτή κινδυνεύει να αφανιστεί ή να πεθάνει και δεν αντέχει να επιτρέψει να συμβεί κάτι τέτοιο.

Συνοψίζοντας, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η σχέση μητέρας – παιδιού είναι δυναμική κατάσταση. Επηρεάζεται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τόσο της μητέρας όσο και του παιδιού. Συχνά, παρατηρούμε στην ίδια οικογένεια, η μητέρα να είναι επαρκής για το ένα της παιδί και δύσκολη για το άλλο. Η θέση του παιδιού – σειρά γέννησης, το φύλο του, η ηλικία του αλλά και η ιδιοσυγκρασία του (ανθεκτικότητα, ευαισθησία, νευρικότητα, κλπ.) διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη σχέση με τους γονείς του.