Άγχος



Η λέξη “άγχος” χρησιμοποιείται στην καθημερινή ζωή πολύ συχνά, γεγονός που υποδηλώνει ότι πρόκειται για ένα κοινό και συνηθισμένο βίωμα των ανθρώπων της σύγχρονης εποχής. Οι αγχώδεις διαταραχές είναι μια μεγάλη ομάδα ψυχικών διαταραχών που χαρακτηρίζονται από έντονο συναίσθημα αγωνίας.

Μορφές άγχους:

  • Χαρακτηρολογικό άγχος: αφορά στην προδιάθεση του ανθρώπου να αντιδρά αγχωτικά στις εξωτερικές καταστάσεις της ζωής του. Όσο μεγαλύτερο είναι, τόσο περισσότερο στρες αισθάνεται το άτομο, όταν αντιμετωπίζει ένα εξωτερικό ερέθισμα το οποίο το καλεί σε αντίδραση. Βέβαια, τα άτομα με μηδαμινό χαρακτηρολογικό άγχος σπάνια αγχώνονται και μερικές φορές δεν νιώθουν φόβο ακόμα και σε περιστάσεις που θα όφειλαν, γιατί αυτή θα ήταν η ζητούμενη αντίδραση.
  • Καταστασιακό άγχος: αφορά στο επίπεδο του άγχους που βιώνει ο άνθρωπος ως αντίδραση σε μια πολύ συγκεκριμένη εξωτερική περίσταση ή γεγονός ή ερέθισμα. Το καταστασιακό άγχος ποικίλλει σε ένταση, εκδηλώσεις και σοβαρότητα.

Πώς προσδιορίζεται το άγχος επιστημονικά και σε τι διαφοροποιείται από το αίσθημα του φόβου;

Ο φόβος είναι μια δυσάρεστη αίσθηση που σχετίζεται άμεσα με την έλευση ενός άμεσου και συγκεκριμένου κινδύνου. Για παράδειγμα ο οδηγός που βλέπει ένα αμάξι να παραβιάζει το κόκκινο και να έρχεται προς τα πάνω του, ο περιπατητής που ξαφνικά αντικρίζει ένα φίδι. Πρόκειται για ένα συγκεκριμένο και επικίνδυνο στοιχείο που απειλεί με έναν τρόπο τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα του ατόμου.

Ο φόβος έχει μια διάσταση γνωστική, το άτομο σκέφτεται ότι κινδυνεύει και μια διάσταση σωματικής αντίδρασης όπως η ταχυπαλμία, η εφίδρωση κλπ. Με άλλα λόγια, ο φόβος διασφαλίζει τη ζωή του ατόμου καθώς ενέχει τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση ενός κινδύνου. Μάλιστα, η μειωμένη αντίληψη του φόβου μπορεί να οδηγήσει σε ή να συσχετιστεί με ριψοκίνδυνες συμπεριφορές.

Το άγχος έχει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά με το φόβο. Είναι κι αυτό ένα δυσάρεστο, υποκειμενικό συναίσθημα που σχετίζεται με την αντίληψη του κινδύνου. Περιλαμβάνει μια γνωστική και μια σωματική συνιστώσα. Δηλαδή πάλι το άτομο που αγχώνεται, σκέφτεται ότι κάτι κακό θα συμβεί και εκδηλώνει τις ίδιες σωματικές αντιδράσεις με αυτές του φόβου.

Οι αγχώδεις διαταραχές διακρίνονται από τους φόβους από:

α. την έντασή τους. Η ένταση του συναισθήματος είναι δυσανάλογη προς την υπάρχουσα κατάσταση που πυροδοτεί το άγχος.

β. τη δυσπροσαρμοστικότητα του ατόμου και

γ. την εμμονή τους.


Στην περίπτωση του άγχους, η εκτίμηση του επερχόμενου κινδύνου δεν είναι ρεαλιστική και η συναισθηματική αίσθηση του φόβου είναι υπερβολική. Η γνωσιακή εκτίμηση του κινδύνου απέχει αρκετά εως πολύ από την πραγματικότητα. Είναι πέρα από τον εκούσιο έλεγχο του ατόμου και το άγχος δεν μπορεί να ξεπεραστεί ή να εξηγηθεί με λογική σκέψη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το βίωμα ατόμου με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή.

Από την άλλη πλευρά, το άγχος όταν είναι ελεγχόμενο μπορεί να είναι ευπρόσδεκτο και επιθυμητό. Παράδειγμα, η αγωνία που προκαλείται από την παρακολούθηση ενός θρίλερ ή το στρες από το τρενάκι στο λούνα παρκ ή η έκσταση του ατόμου που κάνει αναρρίχηση. Στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για ανησυχία και όχι για φόβο. Υπάρχει εκτίμηση του κινδύνου και εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος είναι μικρός και ελάχιστα απειλητικός.

Η αγχώδης διαταραχή, αντίθετα, ορίζεται από την υποκειμενική ενόχληση, δυσφορία ή/και οδύνη που αισθάνεται ο ασθενής. Κατά συνέπεια, ορίζεται και από το κατά πόσο το άγχος επηρεάζει αρνητικά τη λειτουργικότητά του στους σημαντικούς τομείς της ζωής όπως είναι το οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό περιβάλλον.