Οριακή Διαταραχή Προσωπικότητας

Οριακή ή Μεταιχμιακή Διαταραχή Προσωπικότητας – Borderline Personality Disorder

Ο ορισμός της οριακής διαταραχής προσωπικότητας έχει υποστεί αρκετές αλλαγές μέσα στα χρόνια. Έχει αποτελέσει αντικείμενο μεγάλου επιστημονικού ενδιαφέροντος. Μέχρι το 1950 περίπου, η οριακή προσωπικότητα χαρακτήριζε έναν ασθενή με συμπτωματολογία ανάμεσα στη νεύρωση και στην ψύχωση με μια ροπή προς ψυχωτικές συμπεριφορές. Από το 1953 και έπειτα, η οριακή διαταραχή διαφοροποιήθηκε από το φάσμα των ψυχώσεων. Από το 1980 εμφανίζεται στην κλίμακα ταξινόμησης διαταραχών DSM-III ως ξεχωριστή διαταραχή προσωπικότητας. Εντάσσεται στη μεγαλύτερη ομάδα διαταραχών προσωπικότητας οι οποίες σχετίζονται με δυσκολίες στη διατήρηση των διαπροσωπικών σχέσεων. Ως διαταραχή προσωπικότητας αφορά το 2% με 4% του συνολικού πληθυσμού και εμφανίζεται πιο συχνά σε συγγενείς πρώτου βαθμού. Ωστόσο, τα ερευνητικά δεδομένα σχετικά με την κληρονομική διάσταση της συγκεκριμένης διαταραχής είναι εξαιρετικά συγκρουσιακά.

Ο άνθρωπος με μεταιχμιακή προσωπικότητα βιώνει μεγάλη αστάθεια στις σχέσεις του με τους άλλους αλλά και στη σχέση του με τον εαυτό του. Ομοίως ασταθής είναι ως προς τα συναισθήματά του και την αυτοεικόνα του. Χαρακτηρίζεται από έντονη παρορμητικότητα και από έναν διάχυτο φόβο αποχωρισμού ή/ και απόρριψης σε όλα τα επίπεδα. Ο οριακός ασθενής τρέμει στην ιδέα της εγκατάλειψης. Είναι ικανός να κάνει τα πάντα προκειμένου να την αποφύγει. Δεν αντέχει να μένει μόνος με τον εαυτό του και αναζητά διαρκώς την παρουσία άλλων ανθρώπων. Είναι υπερευαίσθητος στην αλλαγή του περιβάλλοντος. Η ενδεχόμενη απόρριψη ή απώλεια, μικρής ή μεγάλης σημασίας, είναι ικανή να του προκαλέσει απίστευτο θυμό, φόβο, αγωνία, απογοήτευση. Τελικά, μια γενικευμένη αποδιοργάνωση σε γνωστικό και συναισθηματικό επίπεδο όπως και σε επίπεδο συμπεριφοράς.

Αστάθεια

Ένα βασικό ζήτημα των μεταιχμιακών ατόμων είναι η αστάθεια στις σχέσεις με τους άλλους, οι οποίες εναλλάσσονται ανάμεσα στην εξιδανίκευση και την υποτίμηση. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο, παρά μόνο “καλοί” και “κακοί”άλλοι και αντίστοιχα “καλός” και “κακός” εαυτός. Με λίγα λόγια, το άτομο διατηρεί μια ακραία και μονοδιάσταση αντίληψη για τη ζωή και τον κόσμο, που ισορροπεί ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο και με μεγάλη ευκολία περνάει από τον έναν πόλο στον άλλον.

Για παράδειγμα, συμβαίνει συχνά ο οριακός ασθενής να συνάψει μια ερωτική σχέση και να είναι γεμάτος ενθουσιασμό. Έχοντας εξιδανικεύσει μέσα του τον άλλον, από τις πρώτες κιόλας μέρες της γνωριμίας τους είναι πολύ δοτικός, γεμάτος ενσυναίσθηση, πολύ φροντιστικός απέναντι στον σύντροφό του. Τα προσφέρει όλα πάντα με εφαλτήριο την προσδοκία ότι ο άλλος θα ανταποκριθεί στις αντίστοιχες ανάγκες του. Σύντομα απογοητεύεται καθώς αισθάνεται ότι ο “υπέροχος” σύντροφος δεν είναι τελικά τόσο “υπέροχος”. Δεν ενδιαφέρεται όσο θα έπρεπε και δεν ανταποκρίνεται με τον τρόπο εκείνον που ο ίδιος φαντασιώνεται και αμέσως ξεκινάει η υποτίμηση.

Δεδομένου ότι το πέρασμα από την μια κατάσταση στην αντιδιαμετρικά αντίθετή της γίνεται ακαριαία, το άτομο πλημμυρίζει από θυμό και πόνο που δεν μπορεί να ελέγξει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να οδηγείται σε εκρήξεις οργής – είναι συνηθισμένο το φαινόμενο ένα οριακός ασθενής να εμπλέκεται σε καβγάδες, ξυλοδαρμούς κλπ. Στη συνέχεια αισθάνεται ντροπή και πολλές ενοχές, συναισθήματα τα οποία καταλήγουν σε μια πεποίθηση ότι είναι κακός. Κατά συνέπεια, μοιάζει λογικό μετά να προβαίνει σε καταστροφικές ενέργειες όπως απειλές, αυτοτραυματισμό ή και απόπειρα αυτοκτονίας. Έχει βρεθεί ότι λόγω των πολλών προσπαθειών αυτοκτονίας, ο οριακός ασθενής είναι πιο πιθανό να απευθυνθεί σε ειδικούς ψυχικής υγείας.

Το Χάος είναι κυρίαρχο στην οριακή διαταραχή

Η ασαφής εικόνα για τον εαυτό δημιουργεί ένα χαοτικό προφίλ ανθρώπου, ο οποίος μπορεί να αλλάζει διαρκώς άποψη, κριτήρια, στόχους, επαγγελματικό προσανατολισμό, κοινωνικό κύκλο, προσδοκίες, σπανιότερα και σεξουαλική προτίμηση. Παράλληλα, η τεράστια διακύμανση στη διάθεση και το συναίσθημα οδηγούν σε ένα απέραντο αίσθημα κενού. Ο οριακός ασθενής δεν μπορεί να νιώσει ικανοποιημένος, βαριέται εύκολα και δεν σταθεροποιείται ούτε προσαρμόζεται σε κανένα περιβάλλον. Υπό συνθήκες μεγάλης φόρτισης και άγχους μπορεί να εκδηλώσει ψυχωτικού τύπου συμπτώματα (ψευδαισθήσεις, παρανοειδή ιδεασμό, αποπροσωποποίηση). Τα συμπτώματα αυτά όμως υποχωρούν αμέσως μόλις ομαλοποιηθεί η κατάσταση. Συχνά μπορεί να είναι αντίδραση στην πραγματική ή φανταστική εγκατάλειψη από κάποιο σημαντικό πρόσωπο. Πάλι εξαφανίζονται μαγικά, όταν επιστρέψει το πρόσωπο αυτό, πραγματικά ή φανταστικά.

Συχνές συμπεριφορές ενός οριακού

Η συμπεριφορά του πάσχοντος από οριακή διαταραχή προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από παρορμητικότητα και αυτοκαταστροφική τάση, για παράδειγμα διατροφικές διαταραχές, χρήση ουσιών, υπερβολικές σπατάλες , σεξ χωρίς προφυλάξεις , αυτοακρωτηριασμοί , τζόγος). Πρόκειται για τον τρόπο του οριακού να απαντήσει στην απειλή αποχωρισμού ή στην αυξημένη ευθύνη που καλείται να αναλάβει. Συνεπώς, το να κόβει ή να καίει τον εαυτό του, τον οδηγεί στο να νιώθει ανακούφιση αφενός γιατί τον εξιλεώνει από την αίσθηση ότι είναι “κακός” και αφετέρου γιατί είναι μια κατάσταση που τον φέρνει σε θέση να αισθανθεί και άρα δεν είναι κενός μέσα του. Ταυτόχρονα, αυτές οι πράξεις έχουν και χειριστικό χαρακτήρα. Το άτομο μέσα από την αυτοκαταστροφή του, προσπαθεί να ελέγξει τους άλλους και τα συναισθήματά τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι το 8-10% των ασθενών με διάγνωση οριακής προσωπικότητας πεθαίνουν από αυτοκτονία.

Η διάγνωση για την οριακή διαταραχή προσωπικότητας περιλαμβάνει ένα μεγάλο φάσμα ψυχοπαθολογίας. Στο ένα άκρο βρίσκονται άνθρωποι που είναι λειτουργικοί στην επαγγελματική και κοινωνική τους ζωή και εμφανίζουν ήπια συμπτώματα. Στο άλλο άκρο υπάρχουν άνθρωποι που βιώνουν έντονα συμπτώματα και έχουν σοβαρά προβλήματα στην λειτουργικότητά τους. Ομοίως, η πορεία των μεταιχμιακών ασθενών διαφέρει σημαντικά. Συνήθως, η σοβαρότητα της διαταραχής και η επικινδυνότητα της αυτοκτονικής συμπεριφοράς είναι πιο σημαντικές στην αρχή της ενήλικης ζωής. Σταδιακά ,με την πάροδο των χρόνων φαίνεται ότι επέρχεται μια σταθεροποίηση.

Τα αίτια της διαταραχής δεν είναι γνωστά. Εικάζεται ότι συνδέεται με κακοποίηση, εγκατάλειψη ή/και παραμέληση στην παιδική ηλικία και είναι πιθανό γενετικοί παράγοντες να παίζουν κάποιο ρόλο που όμως δεν έχει επιβεβαιωθεί. Είναι πιο συχνή στο γυναικείο φύλο (αναλογία γυναίκες προς άντρες 7 προς 3). Η θεραπεία που προτείνεται είναι ο συνδυασμός φαρμακοθεραπείας και ψυχοθεραπείας και συνήθως είναι αρκετά χρονοβόρα, με μέσο όρο τα 4 έτη.